- χαρεῖ
- χαίρωrejoiceaor subj pass 3rd sg (epic)χαίρωrejoicefut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)χαίρωrejoicefut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
ετσά — (Μ ἐτσά) επίρρ. 1. (τροπ.) έτσι 2. (αντί για αντων.) τέτοιος 3. (μαζί με το και ως χρονικοαιτιολ. σύνδ.) αφού, επειδή, μια και («ετσά και τό θυμήθηκα» μια και, επειδή τό θυμήθηκα, Πανώρ.) 4. (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) μόλις, αν («ετσά ρθει το… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
χαροποιώ — χαροποιῶ, έω, ΝΜΑ [χαροποιός] φέρνω σε κάποιον χαρά, κάνω κάποιον να χαρεί, τού δίνω χαρά («τα νέα του μέ χαροποίησαν») … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek
καλοκαρδίζω — καλοκαρδίζω, καλοκάρδισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καλοκαρδίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει κυρίως → κάνω κάποιον να χαρεί, και σπάνια → χαίρομαι ο ίδιος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευαρεστώ — ευαρέστησα, ευαρεστήθηκα 1. κάνω κάποιον να χαρεί, να ευχαριστηθεί, προξενώ ευαρέσκεια (αντίθ. δυσαρεστώ). 2. το μέσ., ευαρεστούμαι δοκιμάζω ευχαρίστηση, ευχαριστούμαι, δέχομαι πρόθυμα να κάνω κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)